ΕΝΑ ΠΡΩΙΝΟ ΣΕ ΕΝΑ ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟ ΚΑΤΟΙΚΙΔΙΩΝ ΖΩΩΝ:
ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ, ΚΕΡΙΑ, ΑΓΑΛΜΑΤΑ ΚΑΙ ΑΣΤΕΙΡΕΥΤΗ ΑΓΑΠΗ
Ο Σίμπα γεννήθηκε την πρώτη μέρα του Σεπτέμβρη του 1996 και, λίγες μέρες αργότερα, έγινε και επίσημα μέλος της οικογένειάς μας. Εγώ ήμουν τότε 9 χρονών, ο αδερφός μου 6 και, σύμφωνα με τον πατέρα μου, ο Σίμπα ήταν ο βενιαμίν του. Μας άφησε στις 7 Νοεμβρίου του 2011, μετά από 15 χρόνια κατά τα οποία υπήρξε αδερφός μας, παιδί μας, νταντά και πιστός σύντροφός μας. Τι κι αν είχαμε προγραμματίσει ευθανασία για εκείνο το πρωινό της Δευτέρας, ο Σίμπα, πιστός στο χαρακτήρα του, αποφάσισε να φύγει μόνος του το ξημέρωμα, λίγες ώρες πριν έρθει ο κτηνίατρος. Ήσυχα και αθόρυβα, όπως έκανε πάντα για να μην ενοχλήσει κανέναν. Σκεφτήκαμε να τον θάψουμε στον Προφήτη Ηλία, τον γειτονικό λόφο που λάτρευε να πηγαίνει βόλτα, ο πατέρας μου όμως δεν άκουγε κουβέντα: ο Σίμπα θα έμενε κοντά μας. Τι κι αν μέναμε σε πολυκατοικία, τι κι αν η γιαγιά μου που μένει στο ισόγειο παραπονέθηκε πως «αυτά δεν είναι σωστά πράγματα», η απόφαση είχε ήδη παρθεί. Από τότε, ο Σιμπάκος βρίσκεται θαμμένος στον κήπο του σπιτιού, κάτω από τη δροσερή σκιά του πεύκου.
Το 2011, τόσο εγώ και, πόσο μάλλον, οι γονείς μου, δεν είχαμε ιδέα για τα κοιμητήρια ζώων συντροφιάς. Για την ακρίβεια, η πλειονότητα των ανθρώπων με κατοικίδια είχαν από ελάχιστες έως μηδαμινές πληροφορίες σχετικά με το τι κάνεις αφού το ζωάκι σου πεθάνει. Για αυτό και η συνηθέστερη λύση ήταν είτε η ταφή του ζώου σε ένα κοντινό βουνό ή πάρκο, είτε στον κήπο του σπιτιού. Λύσεις που αφενός δεν ήταν εύκολες για όλους, καθώς δεν μπορεί ο καθένας να σκάψει μόνος του έναν λάκκο και να θάψει το ζωάκι του, αφετέρου δεν σου εγγυόταν πως το ζώο σου δε θα ξεθαφτεί από εξωτερικούς παράγοντες (ανασκαφές, καιρικές συνθήκες, άλλα ζώα κλπ). Πλέον, όμως, τα πράγματα έχουν αλλάξει. Το ίντερνετ έχει βοηθήσει σημαντικά στην εκπαίδευση και ενημέρωση των απανταχού ζωόφιλων και τα κοιμητήρια ζώων συντροφιάς δεν είναι πια ένας «αστικός μύθος».
Την περασμένη Τετάρτη, επισκεφθήκαμε το κοιμητήριο μικρών ζώων Cats & Dogs στο Κορωπί, για να δούμε πώς είναι από κοντά ένα νεκροταφείο ζώων και να μάθουμε περισσότερα για τη λειτουργία του. Συναντήσαμε τον Θοδωρή Σεφερόπουλο, έναν εκ των ιδιοκτητών του χώρου, στο ξενοδοχείο του Cats & Dogs, από όπου και μας οδήγησε στην περιοχή του κοιμητηρίου, λίγα χιλιόμετρα παρακάτω, μέσα από μια διαδρομή γεμάτη ελαιώνες και χωράφια με αμπέλια.
Είμαι από αυτούς τους ανθρώπους που δεν νιώθουν άβολα στα νεκροταφεία -αντίθετα, πιστεύω πως είναι μέρη γεμάτα γαλήνη και μια παράξενη, απόκοσμη ομορφιά, που έχουν δεκάδες ιστορίες να σου αφηγηθούν- δεν ήξερα όμως τι να περιμένω από ένα νεκροταφείο μικρών ζώων.
Περνώντας την πύλη του κοιμητηρίου του Cats & Dogs, είδα μπροστά μου μια σειρά από υπερυψωμένα, ανθισμένα παρτέρια, τοποθετημένα στη σειρά, πεντακάθαρα και τακτοποιημένα -όπως με ενημέρωσε αργότερα ο Θοδωρής, η νομοθεσία απαγορεύει την ταφή των ζώων κάτω από την επιφάνεια του εδάφους. Ο καιρός, αν και μέσα Οκτώβρη, ήταν σχεδόν καλοκαιρινός και περνώντας ανάμεσα από τα παρτέρια, με τον ήλιο να λούζει τις μαρμάρινες πλάκες και τις τριανταφυλλιές να στολίζουν με τα εκτυφλωτικά τους χρώματα το σκηνικό, ένιωσα σαν να κάνω βόλτα σε ένα όμορφα προσεγμένο πάρκο και όχι σε ένα νεκροταφείο.
Οι δεκάδες «ένοικοι» του χώρου άρχισαν να εμφανίζονται γύρω μου, θυμίζοντάς μου που έχω έρθει: η Ναόμι, ο Μάγκας, η Ήρα, ο Τζακ, ο Παυλάρας, ο Κλουζώ, ο Έλβις, ο Φούσκας, ο Ρωμέλ, η Μπέλλα, ο Τσιτσίνος, το Κοτσόπιτο, η Μάφη, η Πατούσα. Κάθε τάφος καταλάμβανε ένα μικρό κομμάτι του παρτεριού, έχοντας δίπλα του τους υπόλοιπους για παρέα. Κάποιοι ήταν λιτοί και απέριττοι, μόνο με την στάνταρ πλάκα που παρέχει το νεκροταφείο, πάνω στην οποία αναγραφόταν το όνομα του ζώου και ο αριθμός καταχώρησής του.
Σε κάποιους άλλους οι ιδιοκτήτες είχαν αφήσει μερικά αναμνηστικά δίπλα στην πλάκα, μαζί με τη φωτογραφία του τετράποδου φίλου τους -μια μπάλα, ένα λούτρινο αρκουδάκι, μικρά πλαστικά παιχνίδια, το κολάρο του. Και μετά, ήταν οι τάφοι που έκαναν τα γόνατά σου να λυγίζουν. Μεγάλες πλάκες από ακριβό λευκό μάρμαρο ή μαύρο γρανίτη, όλες τους προφανώς κατά παραγγελία, με ολόκληρα μηνύματα χαραγμένα πάνω τους, άλλα γλυκά και μελαγχολικά και άλλα απλά σπαραχτικά.
«Παιδάκι μου θα σε αγαπώ για πάντα, Η Μανούλα σου» – Ρόκυ
«Ήσουν ό,τι πολυτιμότερο είχα στη ζωή μου. Σε ευχαριστώ που ήρθες και με βρήκες εκείνη την ημέρα. Θα σε αγαπώ για πάντα. Καλή αντάμωση αστέρι μου. Η Μαμά σου» – Λέων
«Κόναν ο Αξέχαστος, 1999-2014»
«Μπουμπάκο μου, Γεράκο μου, Λίγο σε γνώρισα, Πολύ σε αγάπησα» Δεκέμβριος 2013 – Αύγουστος 2014
«Ήσουν ό,τι καλύτερο συνέβη στη ζωή μας. Μας χάρισες 14 ανεπανάληπτα χρόνια. Θα μας λείπεις και θα σε λατρεύουμε για πάντα» -Breath, 1/04/1999 – 26/04/2013
«ΓΥΡΝΑ ΠΙΣΩ ΨΥΧΗ ΜΟΥ!!» -Winnie 11/11/2014
Για κάποιον που δεν έχει ζήσει ποτέ κατοικίδιο ή δεν είχε ποτέ την πλήρη ευθύνη ενός κατοικίδιου ζώου, πολλές από αυτές τις επιγραφές μπορεί να του φανούν υπερβολικές, ακόμα και στα όρια της γραφικότητας. Αν όμως έχεις μοιραστεί ένα σημαντικό χρονικό διάστημα της ζωής σου με ένα ζώο, αν το έχεις φροντίσει και έχεις βιώσει όλα αυτά που σου δίνει πίσω κατά κύματα και χωρίς να ζητά ποτέ τίποτα πέρα από ένα χάδι, τότε μπορείς να καταλάβεις τον πόνο και την οδύνη ενός ανθρώπου που έχει χάσει το «παιδί» του. Ειδικά όταν αυτός ο άνθρωπος είναι προχωρημένης ηλικίας και το κατοικίδιό του ήταν η μόνη του συντροφιά.
«Δεν μπορώ να ξεχωρίσω κάποιο συγκεκριμένο περιστατικό γιατί κάθε περίπτωση ιδιοκτήτη είναι μοναδική και πάντα το κλίμα είναι ιδιαίτερα φορτισμένο όταν μας φέρνουν τα ζωάκια», μου λέει ο Θοδωρής, όταν τον ρωτάω αν υπάρχει κάποια σκηνή που του έμεινε χαραγμένη στο μυαλό. «Σίγουρα είναι πάντα πιο δύσκολο με τους ηλικιωμένους ανθρώπους, καθώς τα ζώα αυτά είναι πολλές φορές ό,τι πιο κοντινό έχουν σε οικογένεια. Κάποτε μια γιαγιά είχε φέρει μέχρι και κόλλυβα για το σκυλάκι της. Προσπαθείς να τους απομακρύνεις από το χώρο για να ολοκληρωθεί η διαδικασία της ταφής και δεν θέλουν να φύγουν, δεν θέλουν να τα αφήσουν. Και δεν είναι, φυσικά, ούτε για εμάς εύκολο, η συγκίνηση είναι μεγάλη κάθε φορά». Οι επόμενες επισκέψεις, ωστόσο, έχουν πιο ήπιο χαρακτήρα. «Οι επόμενες επισκέψεις;», ίσως αναρωτηθεί κάποιος. Φυσικά. Ο κόσμος πάντα επιστρέφει, είτε για να αλλάξει τα λουλούδια στον τάφο, είτε για να αφήσει κάποιο νέο παιχνίδι, είτε, απλά, για να πει μια γλυκιά κουβέντα στο πλάσμα που ήταν μέλος της οικογένειάς του τόσα χρόνια. Έτσι δεν συμβαίνει, άλλωστε, σε όλα τα νεκροταφεία;
«Τα Σαββατοκύριακα έχουμε σταθερά 40 με 50 άτομα που έρχονται για να επισκεφθούν τα ζωάκια τους. Υπάρχει βέβαια η αναμενόμενη συγκίνηση, τα πράγματα όμως είναι πολύ πιο ήρεμα σε σχέση με την ημέρα της ταφής. Έρχονται μέχρι και ολόκληρες οικογένειες με τα παιδιά τους, κάθονται για λίγο, αναπολούν, γελάνε, φεύγουν. Το επόμενο Σαββατοκύριακο θα είναι και πάλι εδώ», λέει ο Θοδωρής. Αναρωτιέμαι αν με τον ερχομό της οικονομικής κρίσης το κοιμητήριο είδε τον κόσμο να μειώνεται καθώς, καλώς ή κακώς, ακόμα και 100€ κάνουν τη διαφορά για ένα σπίτι που έχει πληγεί από μειώσεις μισθών, περικοπές συντάξεων ή ακόμα και από ανεργία.
«Οικονομική κρίση υπάρχει, όλοι οι ιδιοκτήτες ψάχνουν μια τιμή που να είναι μέσα στα όρια που να μπορεί να διαθέσει η οικογένειά τους -βάσει αυτού άλλωστε διαμορφώσαμε κι εμείς τις τιμές μας», μου λέει ο Θοδωρής. «Ακριβώς όμως επειδή μιλάμε για ζώα που ήταν μέλη της οικογένειας και, στις περισσότερες περιπτώσεις, πέθαναν σε μεγάλη ηλικία από γεράματα, όταν έχεις περάσει 10-15 χρόνια με ένα πλάσμα, το έχεις μεγαλώσει, το έχεις φροντίσει και έχεις δεθεί με αυτό, δεν θα λυπηθείς τα τελευταία έξοδα που θα χρειαστούν για να εξασφαλίσεις την ανάπαυσή του. Ειδικά όταν κάποιος βλέπει το χώρο και τη δουλειά που κάνουμε, καταλαβαίνει πως πρόκειται για ένα σχετικά μικρό ποσό ως αντίτιμο των υπηρεσιών που θα λάβει, έτσι δεν έχουμε αντιμετωπίσει κάποιο πρόβλημα -μπορώ να σου πω μάλιστα πως όσο περνά ο καιρός και υπάρχει κατάλληλη ενημέρωση, τόσο περισσότερος κόσμος έρχεται». Σταματά δίπλα σε ένα παρτέρι και μου δείχνει μια πλάκα που γράφει “Μαξ”. «Και τον δικό μου εδώ τον έχω, μαζί με τα υπόλοιπα. Περιμένω τώρα να έρθει η πλάκα που έχω παραγγείλει για να στολίσω τη γωνιά του».
Η οικογένεια Σεφερόπουλου ξεκίνησε το Cats & Dogs το 1998 ως Ξενοδοχείο Μικρών Ζώων, έχοντας πολυετή εμπειρία στο χώρο αλλά και μεγάλη αγάπη για τα ζώα. Πριν από περίπου 5 χρόνια ξεκίνησαν και τη λειτουργία του κοιμητηρίου, αφουγκραζόμενοι την όλο και μεγαλύτερη ανάγκη που υπήρχε για μια τέτοια υπηρεσία.
«Για να κάνεις κάτι τέτοιο πρέπει να το αγαπάς», μου λέει ο Θοδωρής. «Είχαμε, και έχουμε, για πολλά χρόνια το ξενοδοχείο για τα σκυλάκια, το οποίο στην πορεία μας έφερε στην αναζήτηση του τι γίνεται μετά. Είδαμε πως υπάρχει ένα πολύ μεγάλο κενό στο “τι γίνεται αφού πεθάνει ο σκύλος/γάτος”, τόσο νομικό όσο και πρακτικό. Ψάξαμε λοιπόν να βρούμε τι απαιτείται βάσει νόμου και δημιουργήσαμε το κοιμητήριο, το οποίο έχει αντίστοιχες προδιαγραφές με αυτές ενός κοιμητηρίου για ανθρώπους. Είναι πολύ σημαντικό το ότι ο χώρος μας είναι αδειοδοτημένος, καθώς αυτό σημαίνει πως, αν επιθυμεί ο ιδιοκτήτης, το ζώο του μπορεί να μείνει εδώ για πάντα και ο ίδιος να διαμορφώσει τον χώρο του όπως θέλει». Σε λίγο καιρό, μάλιστα, το κοιμητήριο θα διαθέτει και κρεματόριο, δίνοντας τη δυνατότητα στους ιδιοκτήτες των ζώων να ακολουθούν μια πιο γρήγορη και οικονομική διαδικασία, στο τέλος της οποίας το ζωάκι τους θα γυρίζει σπίτι μαζί τους. Η αθάνατη ελληνική γραφειοκρατία, βέβαια, κάνει ό,τι μπορεί για να δυσκολέψει το έργο τους, ο Θοδωρής Σεφερόπουλος όμως και τα αδέρφια του δεν το βάζουν κάτω.
«Τώρα έχουμε προχωρήσει στο επόμενο βήμα, έπειτα από μεγάλη ζήτηση του κόσμου, που λέγεται αποτέφρωση» μου λέει. «Η εγκατάσταση είναι έτοιμη αλλά προσπαθούμε εδώ και καιρό να ολοκληρώσουμε αυτό τα διαδικαστικά καθώς παρότι υπάρχει νομοθεσία, το νομικό κενό είναι τεράστιο, είμαστε όμως πλέον πολύ κοντά. Το πιο σημαντικό κομμάτι της αποτέφρωσης είναι πως ο ιδιοκτήτης μπορεί να παραλάβει τις στάχτες του ζώου του εντός δύο ωρών και να τις πάρει σπίτι του, με όλες τις βασικές προδιαγραφές που τηρούνται και στο εξωτερικό».
Χαιρέτησα τον Θοδωρή και επέστρεψα στο γραφείο, έχοντας ακόμα στο μυαλό μου όλες εκείνες τις ευτυχισμένες μουσούδες που με κοίταζαν μέσα από τις φωτογραφίες στα παρτέρια. Όταν γύρισα στο σπίτι το βράδυ, η Nori έτρεξε να με υποδεχτεί όπως πάντα: κουτρουβαλώντας από τον καναπέ όπου λαγοκοιμόταν, σπινιάροντας στο παρκέ και χώνοντας το κεφάλι της ανάμεσα στα πόδια μου, με την ουρά της να έχει γίνει ελικόπτερο. Δεν ξέρω τι θα κάνω όταν γίνει κι αυτή μια φωτογραφία πάνω σε μια μαρμάρινη πλάκα, δεν ξέρω πώς θα είναι η ζωή μου χωρίς το μαλλιαρό τέρας να κοιμάται πάνω στο κεφάλι μου κάθε βράδυ. Το μόνο που ξέρω είναι πως αυτά τα πλάσματα μας λατρεύουν άνευ όρων χωρίς απαραίτητα να το αξίζουμε και μας κάνουν καλύτερους ανθρώπους σε μια εποχή που η στοιχειώδης «ανθρωπιά» είναι δυσεύρετη. Και αυτό αξίζει όλες τις θυσίες και τις υπερβολές του κόσμου.
*Όλες οι φωτογραφίες είναι από τον Μενέλαο Μυρίλλα (SOOC)